- κουβέλι
- το1. η κυψέλη των μελισσών.2. μέτρο χωρητικότητας δημητριακών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουβέλι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 22 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στις νότιες πλαγιές των Τζουμέρκων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. * * * το 1. η κυψέλη τών μελισσών, μελισσοκόφινο 2. μέτρο χωρητικότητας… … Dictionary of Greek
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek
μελισσοκουβέλα — η κυψέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κουβέλι «κυψέλη»] … Dictionary of Greek
μελισσοκόφινο — το πλεχτή κυψέλη που μοιάζει με κοφίνι, αλλ. κουβέλι … Dictionary of Greek
κυψέλη — η 1. μελισσοκόφινο, κουβέλι. 2. τόπος όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι: Το σχολειό έμοιαζε με κυψέλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)